- μηνισκεκτομή
- ηιατρ. η χειρουργική εξαίρεση, μερική ή ολική, ενός διάρθριου μηνίσκου, ειδικά στην άρθρωση τού γόνατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek